Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009


Της Ζωής Γεωργούλα από τα "Χανιώτικα Νέα"
Πολλές φορές, βιώνοντας τη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, έχω βρεθεί να απολογούμαι στον εαυτό μου για τον χρόνο, τον κόπο και τα χρήματα που επένδυσα στις πανεπιστημιακές μου σπουδές, για να εισπράξω την απαξίωση των πανελληνίων εισαγωγικών εξετάσεων, των εξετάσεων του ΑΣΕΠ, του ΔΟΑΤΑΠ (πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ), της ανασφάλιστης εργασίας, αλλά όχι μια εργασιακή θέση στον τομέα για τον οποίο σπούδασα και καταρτίστηκα. Γύρω από αυτή τη σιωπηλή απολογία του άνεργου πτυχιούχου η νεοφιλελεύθερη πολιτική, που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, εξυφαίνει έναν μύθο: ότι για να μειωθούν οι άνεργοι πτυχιούχοι πρέπει να μειωθούν οι πτυχιούχοι. Δηλαδή, συρρικνώνοντας το δικαίωμα ενός νέου ανθρώπου να επιλέξει τον τομέα στον οποίο θέλει να απασχοληθεί εργασιακά και να προσφέρει κοινωνικά, απροκάλυπτα προτείνει τη μείωση της παραγωγής πτυχιούχων επιστημόνων και τεχνικών.
Μα αυτό δεν συνιστά καν πολιτική πρόταση. Αποτελεί επικίνδυνα απλουστευτική αντιμετώπιση καταρχήν γιατί οι θέσεις εργασίας, και επομένως και ανεργία ή η απασχόληση, δεν δημιουργούνται στην παιδεία αλλά στην οικονομία. Κυρίως, όμως, συνιστά ένα παράλογο σχήμα που δεν χρησιμοποιεί ως αφετηρία του το συμφέρον της κοινωνίας και του πολίτη. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και γιγαντωμένης ανεργίας, ειδικά στους νέους, η πολιτική αντιμετώπισή της μπορεί να τροφοδοτηθεί από την παιδεία και την έρευνα. Χρειάζεται να στηρίξουμε την παιδεία και, κυρίως την έρευνα, έντονα και με προσανατολισμό τη δημιουργία, ώστε να παράγει γνώση, τεχνογνωσία, καινοτομία και άρα νέους τομείς παραγωγής και νέες θέσεις εργασίας.
Εδώ υπεισέρχεται ένας δεύτερος μύθος για την ανεργία, αυτός που παρουσιάζει κάθε νέα θέση εργασίας ως κόστος και όχι ως κέρδος, σαν το κράτος να είναι αντίθετων συμφερόντων με την κοινωνία. Η προγραμματική συζήτηση για νέες θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αντιμετωπίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά και την κάλυψη των ήδη υπαρχόντων κενών, σαν να πρόκειται ο μισθός του εργαζόμενου να βγει επαχθώς από τα ταμεία του κράτους γιατί δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ σε αυτά. Το πρόγραμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αντιλαμβάνεται κάθε νέα θέση εργασίας ως πλουτοπαραγωγική πηγή για την οικονομία, εφόσον ο εργαζόμενος παράγει πλούτο που επιστρέφει στην κοινωνία ως χρηστική και ανταλλακτική αξία, ως ώθηση δηλαδή στην κίνηση της οικονομίας.
Η πολιτική που υπερασπίζεται ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει ως άξονά της να διαφυλάξουμε και να επεκτείνουμε τον δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, ασφάλισης, προστασίας του περιβάλλοντος, μετά από κυβερνήσεις που τις ιδιωτικοποίησαν, άμεσα ή έμμεσα. Η δημόσια δαπάνη σε αυτούς τους τομείς για νέες θέσεις εργασίας επιστρέφει στο δημόσιο ταμείο και στην κοινωνία στο πολλαπλάσιο.
Εδώ συναντάμε τον τρίτο μύθο, που παρουσιάζει την ανεργία ως παράπλευρη απώλεια ευρωπαϊκών επιταγών. Μιλά για δήθεν ασφυκτικό πλαίσιο που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί στην ανάπτυξη του δημόσιου τομέα, για υπερτροφικό δημόσιο τομέα, για προς τα κάτω πίεση των δαπανών για την παιδεία και την υγεία, για αναπόφευκτες αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις. Τα στοιχεία όμως τον επιβεβαιώνουν ως μύθο. Στην Ελλάδα, το 6,58% των πολιτών είναι δημόσιοι υπάλληλοι, με βασικό μισθό 711 ευρώ, τη στιγμή που οι αντίστοιχοι αριθμοί για τη Γαλλία είναι 8,8 και 1341, για τη Μεγάλη Βρετανία 9,56 και 1010 και για τη Δανία 16,2 και 2154. Ο μέσος όρος των δαπανών για την παιδεία στην Ευρώπη είναι το 5,25% του ΑΕΠ. Η προσφυγή κατά της Ελλάδας για τα συνταξιοδοτικά όρια μπορούσε να έχει κερδηθεί στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών νόμων, όμως αφέθηκε, δίχως άλλο, εσκεμμένα να χαθεί στο πλαίσιο της εθνικής κυβερνητικής πολιτικής.
Μέχρι πότε θα ανεχόμαστε παραμύθια για να κοιμίσουμε τη σκέψη μας...