Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Του Γιώργου Γυπάκη

Το αντιμνημονιακό κίνημα που άρχισε να οργανώνεται το καλοκαίρι του 2011, είχε αντιληφθεί την ανάγκη να ανατραπεί βίαια το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Τις αιτίες της αποτυχίας οργάνωσης αυτού του κινήματος πριν προλάβει να εκφραστεί, θα πρέπει να τις αναζητήσουμε μεταξύ άλλων,
  1. στο γεγονός της διπλής υπόστασης του τεράστιου αυτού πλήθους, δηλαδή στο ότι κατά ένα μέρος αποτελούνταν από δυνάμεις που επεδίωκαν την πραγματική ανατροπή του συστήματος αυτού και κατά ένα μερος από δυνάμεις που είχαν ενοχληθεί από την ξαφνική κατάρευση των προνομιακών τους σχέσεων με το πελατειακό κράτος επειδή αυτό δεν είχε πια να τους προσφέρει τίποτα.
  2. στη στάση του ΚΚΕ που συνέχιζε να αρνείται τη συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ κάτω από αυτές τις συνθήκες της απόλυτης ανάγκης, που σαμποτάριζε το λαϊκό κίνημα επειδή δεν μπορούσε να το ελέγξει και σε κάποιες περιπτώσεις έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καταστολή του
  3. στο γεγονός ότι επικράτησε μια ακραία τάση απόρριψης του συνόλου του πολιτικού προσωπικού, σακιάζοντας στο ίδιο σακί ακόμα και την αριστερά που δεν ευθύνονταν για την κρίση αν και αποτέλεσε μέρος του παλιού αποτυχημένου πολιτικού συστήματος, για λόγους που έχουν εξηγηθεί επαρκώς. Σαν συνέπεια της ακραίας τάσης που επικράτησε τότε μπορεί να εξηγηθεί η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς και των “απολιτικ” κομματικών σχηματισμών που έτσι κι αλλιώς περιλαμβάνουν όλες τις τάσεις, όπως οι ΑΝ.ΕΛ και το ΕΠΑΜ. Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε από την ιστορία είναι ότι

Η μεγάλη ρήξη στην ελληνική κοινωνία ήταν ρήξη εμπιστοσύνης με τον κοινοβουλευτισμό και το πολιτικό σύστημα. Και για όλους εμάς, που επιστρέφουμε τώρα για να συνδιαμορφώσουμε ένα νέο αριστερό και πραγματικά ριζοσπαστικό κίνημα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μέρος αυτού του αποτυχημένου πολιτικού συστήματος, που ο κόσμος αφησε οριστικά πίσω του το καλοκαίρι του 2011. Και κανείς δε θέλει να επιστρέψουμε σ' αυτό, είτε αλλοιώνοντας τη ριζοσπαστική φυσιογνωμία μας, είτε συντηρώντας τις παλαιοκομματικές νοοτροπίες που κρατούσαν την Αριστερά διχασμένη και μικρή για τόσα χρόνια, είτε αφήνοντας να εισχωρήσουν επιδιώκοντας οφίτσια μιας πιθανής διακυβέρνησης, αυτοί που ως τώρα λοιδωρούσαν την αριστερά και την έβριζαν.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ

Με ποιόν τρόπο θα πάρουμε πίσω τη χώρα και θα αποκαταστήσουμε τη δημοκρατία;
      Πρέπει να στραφούμε σε νέες μορφές κινητοποιήσεων και να επιδιώξουμε την πλατιά ενότητα όλου του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι μόνο θεσμικά, αλλά και στην πράξη. Από τις αρχές της κρίσης υποστήριζα το διεμβολισμό των διεφθαρμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών και την επιδίωξη ενός σχεδίου συνένωσης όλων των συνδικαλιστικών θεσμών σε έναν, στο πρότυπο του Σωματείου Αλληλεγγύη της Πολωνίας. Πολιτική Αλληλεγγύη είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε το διχασμό και τη διαίρεση των εργαζομένων που δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να “βασιλεύει”. Ποιός θα χαρακτήριζε συντεχνία το συνδικάτο των εργαζομένων στο Μετρό, αν αντί να προβάλλει τα δικά του αιτήματα ζητώντας να εξαιρεθεί από το μνημόνιο, συμμετείχε σε ένα ενιαίο όργανο, σε μια γενική απεργία, με ένα κοινό αίτημα, την ακύρωση των Μνημονίων; Ποιός θα τολμούσε να επιτάξει τους ναυτεργάτες, αν η απεργία τους ήταν κοινή με τις κινητοποιήσεις των αγροτών στην Κρήτη;
      Το 2011 υποστήριζα ότι οι καταλήψεις πρέπει να αποτελέσουν πεδίο άσκησης πρωτογενούς λαϊκής κυριαρχίας στις βασικότερες κρατικές υποδομές. Τότε μπορούσε να συμβεί (σε άλλες πόλεις της χώρας, με ενοποιημένα και μαζικότερα κινήματα) τώρα, θα καταστελλόταν εν τη γενέση του ένα τέτοιο εγχείρημα. Αυτό που δεν μπορεί να κατασταλεί είναι ένα γενικευμένο κίνημα στάσης πληρωμών προς όλες τις εισπρακτικές δομές του καθεστώτος, δηλαδή προς όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές δομές, ΔΕΗ, ΤΡΑΠΕΖΕΣ, ΕΦΟΡΙΕΣ κλπ για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να σταματήσει η ροή του χρήματος προς τα πάνω. Αλλά ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί παρά να υποκινηθεί από μια συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις και μέσα ενημέρωσης. Σήμερα έχουμε την ευκαιρία, να ηγηθούμε σαν πολιτικός σχηματισμός μιας τέτοιας στάσης. Είναι αυτό ακριβώς που περιμένει ο λαός από μας.

      ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ ΚΙ ΟΧΙ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ

      Οι εκλογές αποδείχθηκε ότι αποτέλεσαν ένα εργαλείο εκτόνωσης της λαϊκής οργής, ένα εργαλείο που βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της εγχώριας και διεθνούς εξουσίας, που οργανωμένα, με τη βοήθεια των ΜΜΕ τα οποία ελέγχουν, οδήγησαν την ψήφο του λαού σε ένα βεβιασμένο αποτέλεσμα. Τρέφουν αυταπάτες όσοι νόμισαν πως αυτή η διεθνής κλίκα που οργανώνεται και χρηματοδοτείται από το πολυεθνικό τραπεζιτικό κεφάλαιο θα επιτρέψει τόσο εύκολα τη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών για να χάσει το πιάτο από το τραπέζι της. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μια ξαφνική μεταστροφή των ΜΜΕ, που εξορισμού βρίσκονται στην πλευρά του κεφαλαίου, παρά μόνο αν πειστούν ότι έχουν συμφέρον από την προσαρμογή τους στη βούληση της πλειοψηφίας του καταναλωτικού τους κοινού.
      Γενικά, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ως προς τoν “εκδημοκρατισμό” των θεσμών.
      Γι αυτό και έχουμε όλοι στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ότι δεν θα είναι ομαλός ο τρόπος μετασχηματισμού και θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι κατά τη γνωμη μου να αντιμετωπίσουμε με αποφασιστηκότητα τις βίαιες αντιδράσεις του συστήματος αλλά και να επιβάλλουμε, ως κυβέρνηση, βίαια κάποιες επαναστατικές προσαρμογές.  
       Ακόμα κι αν χάσαμε την ευκαιρία να ξεφούγουμε από την ηττοπάθεια του κηνυγυμένου αριστερού, δεν είναι ποτέ αργά για να συνηδειτοποιήσουμε ότι δεν είμαστε τώρα εμείς οι κηνυγημένοι. Είμαστε οι κηνυγοί. Ή τουλάχιστον, έτσι θάπρεπε να συμπεριφερόμαστε. Και γιατί; Γιατί είναι αυταπόδεικτο πως η αριστερά δικαιώνεται από την κρίση.
Την τελευταία δεκαετία, δαιμονοποιήθηκαν οι ιδεολογίες. Ομως η κατάργηση των ιδεολογιών εξυπηρετεί μόνο το κατεστημένο, που έκανε τα πάντα για να διαστρεβλώσει ή να μηδενίσει την αναγκαιότητα τους προπαγανδίζοντας το τέλος των ιδεολογιών. Εμείς διακηρρήσουμε πώς όχι μόνο δεν πέθαναν οι ιδεολογίες της αριστεράς, αλλά τώρα είναι η εποχή που δικαιώνονται.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΤΑΞΕΙ ΙΣΧΥΡΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΟΡΑΜΑ 

ΤΟ ΟΡΑΜΑ θα λειτουργήσει ως βασικό συστατικό της προγραμματικής του πλατφόρμας για να δώσει Ελπίδα κα Αισοδοξία στο λαό.
-Ενα όραμα πατριωτικό, που δε θα φοβάται τις ξεκάθαρες εθνικές θέσεις. Που θα είναι ανοιχτό στο στήσιμο ξανά μιας Εθνικής Οικονομίας με εθνικό νόμισμα, και που δεν θα ιδεολογικοποιεί τη γεωπολιτική μας θέση.
-Ενα όραμα αναπτυξιακό, όπου το οικοδόμημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης θα στηρίζεται στους δύο άξονες Παιδείας και Υγείας. Να αναδείξουμε ως κοινή συνισταμένη, την επιστημονική έρευνα (ιατρική και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) και τεχνολογια με παράλληλη αξιοποίηση του πρωτογενή τομέα (πχ εκβιομηχάνιση). Κι αυτά θεωρώ τα πιο σημαντικά, γιατί αυτά είναι που θα φέρουν πίσω το επιστημονικό δυναμικό της χώρας που ξενιτεύτηκε τα τελευταία χρόνια.
-Ενα όραμα για τη δημόσια διοίκηση που θα εξηγεί ότι δεν είναι το περισσότερο κράτος που θέλουμε,δηλαδή το κράτος που είχαμε, αλλά ένα πιο Χρήσιμο κράτος.
- Και τελικά ένα όραμα αυτοδιοικητικό. Ακόμα κι αν ακυρώσουμε τα μνημόνια σε εθνικό επίπεδο, δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει στην περιφέρεια, αν δεν ξεριζώσουμε τους μνημονιακούς δημάρχους και περιφερειάρχες, αν δεν ξεριζώσουμε τις πελατειακές σχέσεις και τη διαφθορά στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Θεωρώ ότι όλο το μεταρυθμιστικό πλαίσιο, αυτή η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να στηριχθεί σε μια νεά περιφερειακή πολιτική, μια πολιτική που δε θα στηρίζεται στις επιδοτήσεις αλλά στην καινοτομία και παράλληλα την ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με αποκεντρωτική κατεύθυνση, όπως με σαφήνεια ο Γιώργος Αγοραστάκης έχει περιγράψει στο βιβλίο του. Μιλάμε για την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του Καλλικράτη, που θα στηρίζεται στην εμπειρία μας από της τοπικές συνελεύσεις και τα τοπικά κινήματα. Αντί να αποφασίζουν οι αιρετοί για τα τοπικά θέματα, να αποφασίζουν οι λαικές συνελεύσεις.