Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η κυβερνητική προπαγάνδα επιχειρεί να περιστρέφει τη συζήτηση γύρω από την επίτευξη των ποσοτικών οικονομικών στόχων, παρασέρνοντας μερικές φορές και την αριστερά . Οπως ορθά παρατηρεί ο Σπύρος Λαπατσώρας, το πραγματικά σοβαρό ζήτημα είναι η εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού, η αλλαγή κοινωνικού προτύπου που επιφέρει η επιδίωξη αυτών των στόχων.


Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός (Πηγή: εφημεριδα Εποχή)

Πώς κρίνεις τις τοποθετήσεις στο Γιούρογκρουπ σχετικά με το ελληνικό χρέος; Ποιοι οι λόγοι της φανερής «τσιγκουνιάς»;
Ήταν αναμενόμενο ότι πριν τις ευρωεκλογές δεν θα υπήρχε κάποια διευθέτηση. Τέθηκε το ζήτημα από την κυβέρνηση για λόγους προεκλογικής τακτικής. Σε κάθε περίπτωση, ό, τι φαίνεται να τέθηκε δεν υπακούει σε μία λογική κάλυψης των επειγουσών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας. Υπακούει στη λογική της χρησιμοποίησης της εξυπηρέτησης του χρέους ως μηχανισμού πειθαρχίας. Για παράδειγμα, μια συστημική επίσης πρόταση, η οποία θα πήγαινε πέρα από τη λογική του χρέους ως μηχανισμού πειθάρχησης και η οποία θα συνιστούσε ένα ελάχιστο σχέδιο άμεσης μείωσης της ανεργίας και αντιμετώπισης όψεων ανθρωπιστικής κρίσης που εμφανίζονται στην ελληνική κοινωνία, θα απαιτούσε, τουλάχιστον, τα χρήματα που πρέπει να πληρωθούν για το 2014 και 2015 για την εξυπηρέτηση του χρέους προς ΕΚΤ και ΔΝΤ, να υπαχθούν σε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο μετάθεσης των υποχρεώσεων. Η “τσιγκουνιά”, ωστόσο, έχει να κάνει όχι μόνο με τη λογική της πειθάρχησης αλλά και με προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της ελληνικής πλευράς.

Απαιτούν σταθερότητα και παράγουν αστάθεια

Στο Γιούρογκρουπ, πράγματι, με χίλιους τρόπους υπογράμμιζαν τις υποχρεώσεις της Ελλάδας για «σκληρή συμμόρφωση στις απαιτήσεις και στους στόχους του προγράμματος προσαρμογής» κτλ, κτλ.
Το πρόβλημα που έχει να επιλύσει η κυβέρνηση είναι διπλό: να συνεχίσει το πρόγραμμα νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού, που σημαίνει ένταση της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, και συγχρόνως να εξασφαλίσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα και συναίνεση/υποταγή της κοινωνίας, ώστε να διασφαλιστεί πως δεν θα κινδυνεύσει ό, τι έχει ήδη επιτευχθεί ως καθεστώς των μνημονίων. H θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό, παρά τις ελάχιστες αντιδράσεις της κοινωνίας, μετά την ήττα που βίωσε στις εκλογές του 2012 ένα πολύ μεγάλο τμήμα της, απειλεί τη διασφάλιση των κατακτήσεων του μνημονίου για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και τις ηγεμονικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό το πρόβλημα επιχειρεί να το λύσει με μια φυγή προς τα εμπρός. Αφενός να διευρύνει τα περιθώρια εγχώριων ελιγμών εξερχόμενη της άμεσης επιτήρησης της τρόικα -πρόταση για το χρέος στο Γιούρογκρουπ, έξοδος στις αγορές- αφετέρου παράγοντας σήματα στο διεθνές και εγχώριο σκηνικό ότι θα παραμείνει πιο - ή τουλάχιστον εξίσου - πιστή στο πρόγραμμα. Πρόκειται για αντίθετες κινήσεις που δημιουργούν ανησυχίες στους Ευρωπαίους - και όχι μόνο - για τη δυνατότητα συνέχισης των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, που ενισχύονται, καθώς η στρατηγική αυτή είναι υψηλότατου κινδύνου από πολλές πλευρές, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά.

Ο κ. Στουρνάρας πρόβαλε ότι το Γιούρογκρουπ έκανε πιο ελαστική αναφορά στον τρόπο που θα αξιοποιηθούν τα 11 δισ. ευρώ που βρίσκονται στο ΤΧΣ, υπόλοιπο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Πώς το σχολιάζεις;
Η στρατηγική της κυβέρνησης, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι να καλύψει τα όποια κενά χρηματοδότησης, χωρίς να προσφύγει σε νέο δανεισμό που θα τις επιβάλλει υποχρεώσεις που πολιτικά δεν θα μπορεί να αναλάβει. Πρόκειται για σχέδιο, με απούσες πολλές προϋποθέσεις, όχι αδύνατο αλλά υψηλότατου κινδύνου. Φαίνεται να σχεδιάζει να τα καλύψει μέσω ίδιων πόρων, όπως πχ τα 11δισ. του ΤΧΣ, και προσφυγής στις αγορές. Η χρήση των κεφαλαίων του ΤΧΣ, ωστόσο, σημαίνει ότι θα αδυνατίσει η θέση των τραπεζών έναντι πιθανών κινδύνων και προϋποθέτει ότι η συνεχιζόμενη μείωση των εισοδημάτων δεν θα τους δημιουργήσει νέες κεφαλαιακές δυσκολίες. Για την προσφυγή στις αγορές ως μόνιμη δυνατότητα απαιτείται ομαλοποίηση/μετάθεση χρηματοδοτικών υποχρεώσεων και συγχρόνως ανοικτή πιστωτική γραμμή από την ΕΕ. Το μεν πρώτο εξυπηρετεί την διεύρυνση του χώρου των δημοσιονομικών χειρισμών με βάση τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ το δεύτερο, η πιστωτική γραμμή, παρόλο που δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί, δίνει εχέγγυα ότι μπορεί να καλύψει χρηματοδοτικές ανάγκες που διευκολύνει την έξοδο στις αγορές. Αυτό που ζητάει η κυβέρνηση, είναι «δικαίωμα» να βαδίσει στο σκοινί του σχοινοβάτη, αλλά δεν το πήρε σε αυτό το Γιούρογκρουπ.

Το θέμα είναι πόσο θα μείνουν τα κεφάλαια

Η κυβέρνηση υπερπροβάλλει την είσοδο κεφαλαίων περίπου 15 δισ. ευρώ το τελευταίο διάστημα. Ποια η επίπτωση στην οικονομία; Οι Financial Times το ενέταξαν στο πλαίσιο μιας νέας φούσκας στην ΕΕ.
Στο άρθρο των F.T. επισημαίνεται επίσης ότι αυτή η «φούσκα» είναι πιθανό να μεταδοθεί στη πραγματική οικονομία και να ενισχύσει την οικονομική μεγέθυνση. Ο καπιταλισμός, ως σύστημα, βασίζεται στην πίστη και διέρχεται, περιοδικά, από ισχυρές ή ασθενείς κρίσεις. Είναι ένα σύστημα που «φουσκώνει» και «ξεφουσκώνει» περιοδικά, χωρίς ωστόσο το αποτέλεσμα να είναι μηδέν: τα αποτελέσματα κάθε φούσκας αποτυπώνονται υλικά, σε πράγματα (πχ, επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) και σε σχέσεις (πχ, εργασιακές σχέσεις). Το μόνο ερώτημα είναι αν το περιβάλλον που συντελέστηκε η έξοδος στις αγορές είναι διατηρήσιμο για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, τουλάχιστον.

Επί του συγκεκριμένου τώρα, τι ισχύει;
Η έξοδος στις αγορές αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία της κυβέρνησης στην επιχείρηση μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό ισχύει παρά τον τρόπο που έγινε, την αβεβαιότητα σε ποια έκταση και πότε μπορεί να επαναληφθεί. Προφανώς, βασίζεται στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στις αγορές της Ευρώπης λόγω της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και της FED κτλ. Η σημαντικότερη άμεση επίπτωση είναι στις δυνατότητες δανεισμού του ιδιωτικού τομέα και στη δυνατότητα που δίνεται η κυβέρνηση να χαράξει μια στρατηγική κάλυψης των κενών χρηματοδότησης εκτός τρόικας. Είναι προφανές, ότι είναι εξαιρετικά αβέβαιη η παγίωση αυτής της δυνατότητας εξόδου στις αγορές, χωρίς διευθετήσεις του χρέους σαν αυτές που περιγράψαμε προηγουμένως. Να σημειώσουμε εμφατικά ότι δεν εντάσσεται σε ένα σχέδιο αντιμετώπισης των αναγκών της κοινωνίας αλλά το αντίθετο: σε ένα σχέδιο ώστε το σύστημα που μας οδήγησε στην κρίση να αποφύγει τις συνέπειες από την κοινωνική αστάθεια και ερήμωση, την φτώχεια και τη διεύρυνση των ανισοτήτων που δημιούργησε. Η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν έχει να περιμένει θετικά αποτελέσματα από αυτήν την εξέλιξη, που εντάσσεται στον στόχο παγίωσης του μνημονιακού καθεστώτος.

Πολιτικό, όχι οικονομικό το πρόβλημα

Η κομισιόν προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ κατά 0,6% - όσο προβλέπει και η κυβέρνηση - όμως ο ΟΟΣΑ προβλέπει ύφεση για το 2014.
Όπως είχα επιχειρηματολογήσει όλη την προηγούμενη χρονιά, όταν τέθηκαν αυτά τα ζητήματα, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, η έξοδος στις αγορές και η εμφάνιση θετικών ρυθμών μεγέθυνσης, ακόμη και το 2014, δεν πρέπει να θεωρούνται αδύνατα αλλά πιθανά ενδεχόμενα στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία που βρισκόμαστε. Λέω «πολιτική» και όχι «οικονομική» συγκυρία, θέλοντας να τονίσω ότι η κύρια παράμετρος για τις εξελίξεις των οικονομικών φαινομένων προέρχεται από τις συνθήκες κοινωνικής υποδοχής των μέτρων που στοχεύουν στη χειροτέρευση της ζωής της πλειοψηφίας της. Δεν θεωρώ αδύνατο και υψηλότερους ρυθμούς από το 0,6%, ειδικά αν αυτό συνδυαστεί με γρήγορη εξέλιξη στο ζήτημα του χρέους, χωρίς τη λήψη νέων μέτρων και σταθερό το διεθνές περιβάλλον. Ωστόσο, εξαρτάται από πολλές προϋποθέσεις, του διεθνούς και του εγχώριου περιβάλλοντος, οι οποίες δεν είναι δεδομένες αυτή τη στιγμή ή διέπονται από μεγάλη αβεβαιότητα . Ως εκ τούτου η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης δεν αποτελεί την κύρια τάση σήμερα.
Γενικότερα, θεωρώ αδιέξοδη τόσο θεωρητικά όσο και προπαντός πολιτικά την κριτική ότι το υπόδειγμα που διαμορφώνει ο Σαμαράς θα είναι φούσκα ή δεν πετυχαίνει τους στόχους του. Θα είναι φούσκα, όπως κάθε υπόδειγμα κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Αλλά το ουσιώδες είναι τι μορφή κοινωνίας προτείνει, πώς οργανώνει και μορφοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις, τη σχέση με το περιβάλλον. Το ουσιώδες δεν είναι αν θα είναι φούσκα ή όχι αλλά ότι θα είναι εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού, σε ακραίες μάλιστα εκφάνσεις εκτός ευρωπαϊκής λογικής. Ένα υπόδειγμα που θα συνοδεύεται από ισχυρότατη διεύρυνση της κοινωνικής αδικίας, των ανισοτήτων, της ανασφάλειας και θα «παράγει» πολλούς «πλεονάζοντες», χωρίς τόπο και χρόνο γι’ αυτούς. Επομένως, καθώς δεν υπάρχει επιστροφή στις συνθήκες προ του 2008, το μόνο έγκυρο πολιτικό δίλημμα για την κοινωνία είναι ή μια στρατηγική ανασυγκρότησης της οικονομίας στη βάση ενός κοινωνικά άδικου υποδείγματος, χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον και στους ανθρώπους ή μία ανασυγκρότηση που θα διέπεται από κοινωνική δικαιοσύνη και όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Και τα δύο θα αποτύχουν ή θα επιτύχουν πρωτίστως όχι λόγω μίας οικονομικής μηχανικής αλλά λόγω της αστάθμητης λογικής των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και των αγώνων που τους μετασχηματίζουν.