Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

"Η πλειοψηφία έκρινε την μόνη σωστή -ηθικά, πολικά και νομικά- άποψη και παραπέμπει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη με την ελπίδα, την ευχή και τη βεβαιότητα, σε έναν αρκετά σημαντικό βαθμό, ότι θα υπάρξει μία διαλεύκανση και μία απόδοση δικαιοσύνης", δήλωσε ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τη διερεύνηση σκανδάλων στον χώρο της Υγείας, βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, Αντώνης Μπαλωμενάκης
   "Η πλειοψηφία έκρινε την μόνη σωστή -ηθικά, πολικά και νομικά- άποψη και παραπέμπει την υπόθεση στη Δικαιοσύνη με την ελπίδα, την ευχή και τη βεβαιότητα, σε έναν αρκετά σημαντικό βαθμό, ότι θα υπάρξει μία διαλεύκανση και μία απόδοση δικαιοσύνης", δήλωσε ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τη διερεύνηση σκανδάλων στον χώρο της Υγείας, βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, Αντώνης Μπαλωμενάκης, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων "Πρακτορείο 104,9 FM", με αφορμή τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής επί του πορίσματος για την υπόθεση Novartis.
   "Νομικά, η υποχρέωση της Βουλής εξαντλήθηκε στην εξέταση του εάν ή όχι αυτά τα συγκεκριμένα αδικήματα, που υπάρχουν μέσα στη δικογραφία, μπορούν να θεωρηθούν παραγεγραμμένα ή μη παραγεγραμμένα, καθώς αυτό ορίζει και επιβάλλει το άρθρο 86 στου Συντάγματος", είπε ο κ. Μπαλωμενάκης και διευκρίνισε: "Με βάση αυτή την κατεύθυνση- υποχρέωση η πλειοψηφία έκρινε ότι δύο τουλάχιστον από τα φερόμενα αδικήματα, δηλαδή αυτό της δωροληψίας και του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος, εφόσον φυσικά αποδειχθούν, δεν έχουν υποκύψει στην παραγραφή. Πάτησε πάνω σε αυτό και σε προγενέστερη νομολογία, που υπάρχει σε ανάλογες περιπτώσεις, πάτησε και σε γνωμοδοτήσεις και σε επιστημονικές γνώμες πολιτικών εγκρίτων συνταγματολόγων, όπως είναι ο κ. Βενιζέλος, ο κ. Λοβέρδος, που παλιότερα σε άλλες περιπτώσεις είχαν κρίνει όπως κρίνει σήμερα η πλειοψηφία, ότι δεν σχετίζονται αμέσως και ευθέως με τα υπουργικά καθήκοντα".
   "Η λογική πλευρά που υπηρετείται με την άποψη αυτή", εξήγησε ο βουλευτής, "είναι ότι δεν μπορείς να συνδέσεις όλες τις δραστηριότητες ενός υπουργού -ανεξαρτήτως αν έχουν ευθεία, άμεση ή έμμεση, ή καθόλου σχέση- με τα υπουργικά του καθήκοντα και να τα υπαγάγεις στο άρθρο 86 του Συντάγματος, δηλαδή στη βραχεία αποσβεστική προθεσμία, που δυστυχώς υπάρχει ακόμη και θα υπάρχει μέχρι να την εξαλείψουμε με την καινούρια συνταγματική αναθεώρηση, όπως ελπίζουμε". "Η λογική λέει ότι αυτού του είδους οι πράξεις εφόσον έχουν τελεστεί και εφόσον αποδεικνύονται δεν έχουν καμία σχέση με την άσκηση υπουργικών καθηκόντων", πρόσθεσε.
   Σημείωσε, δε, ότι "επειδή το άρθρο 86 εισάγει μία προνομιακή μεταχείριση μίας κατηγορίας πολιτών -των υπουργών, των πολιτευομένων προσώπων- υπάρχει ο κανόνας και πρέπει να υπάρχει ο κανόνας, που είναι γενικά αποδεκτός, ότι κάθε προνόμιο και κάθε ευνοϊκή μεταχείριση πρέπει να ερμηνεύεται στενά, να μην καταλήγει σε ασυδοσία, να μην καταλήγει σε ατιμωρησία".
   Σε ό,τι αφορά τη στάση της ΝΔ στην υπόθεση παρατήρησε πως "εκείνο που δεν έχει κάνει η αντιπολίτευση και κυρίως η ΝΔ είναι να πει δημοσίως και ευθέως τι έπρεπε να έχει κάνει η Βουλή, δηλαδή να επιχειρηματολογήσει ότι αυτά τα συγκεκριμένα αδικήματα σχετίζονται με την άσκηση υπουργικών καθηκόντων", όμως, "αν το έλεγε αυτό, στην πραγματικότητα θα υπερασπιζόταν την παραγραφή". Σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, ο βουλευτής εκτίμησε: "Έχοντας μια εικόνα της δικογραφίας, όπως και πολλοί συνάδελφοι, νομίζω ότι αρκετές από τις κατηγορίες είναι δεμένες και είναι συνδυασμένες και με άλλες ενδείξεις, που θα προκύψουν --υποθέτω".
   Κληθείς, εξάλλου, να σχολιάσει την παραίτηση του προέδρου του ΣτΕ Νίκου Σακελλαρίου επισήμανε: "Εξ αντικειμένου και ο τρόπος εμφάνισης του προέδρου και το περιεχόμενο της τοποθέτησής του είχε πολιτική διάσταση, διότι συνιστούσε μία απόπειρα παρέμβασης, κυρίως στην κρίση των κυρίων δικαστών, πάνω σε ένα θέμα σοβαρό- πολύ σοβαρό, όπως είναι η συνταγματικότητα ή μη συνταγματικότητα των περικοπών, που είχαν προηγηθεί για τις συντάξεις. Αυτό συνιστούσε μία παρέμβαση και προς τους συναδέλφους του, που ούτως ή άλλως κατά κάποιον τρόπο πιέζονται τώρα, καθώς θα ξαναγίνει συνεδρίαση- διάσκεψη, γιατί αποχώρησε ένα μέλος και πρέπει να επαναληφθεί η διάσκεψη και σε αυτή την περίπτωση ενδεχομένως κατέτεινε εκεί. Είχε το στοιχείο της προσωπικής πολιτικής και βεβαίως υποθέτω ότι πολλοί θα εκτιμήσουν ότι ο χρόνος που επέλεξε ήταν συγκεκριμένος, για συγκεκριμένες επιδιώξεις. Αυτό μένει να αποδειχθεί, αλλά εκείνο που πρέπει να τονίσουμε και να πούμε είναι ότι και οι συνάδελφοί του αισθάνθηκαν θιγμένοι με βάση την ανακοίνωση που έχουν βγάλει εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς και τόνισαν πάρα πολύ συγκεκριμένα ότι υποδείξεις ακόμη και από απερχόμενους προέδρους δεν δέχονται".