Παλαίμαχος αγωνιστής της Αριστεράς και μία από τις πιο τραγικές
μορφές της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας, που βίωσε τη διάψευση των οραμάτων
του, ζώντας ως πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση.
Ο
Νίκος Κοκοβλής γεννήθηκε στη Μικρά Ασία το 1920 και μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στα
Χανιά. Η γερμανική κατοχή τον βρήκε φοιτητή της Ανωτάτης Εμπορικής στην
Αθήνα. Από την πρώτη στιγμή συμμετείχε στους φοιτητικούς πυρήνες της
Αντίστασης.
Τον Ιούνιο του 1941 εγκαταλείπει τις σπουδές του, κατεβαίνει στα
Χανιά και συνδέεται με το ΚΚΕ. Αγωνίζεται ως στέλεχος του ΕΑΜ (μέλος της
Επιτροπής Πόλης) και μετά την απελευθέρωση εκλέγεται γραμματέας του
Εργατικού Κέντρου Χανίων. Τον Οκτώβριο του 1946 συλλαμβάνεται, αλλά
αφήνεται ελεύθερος ύστερα από κινητοποιήσεις των εργατών. Το 1947
περνάει στην παρανομία και βγαίνει στο βουνό, όπου γνωρίζεται με τη
μετέπειτα σύζυγό του Αργυρώ Πολυχρονάκη.
Μετά την ήττα των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού» στη Μάχη της
Σαμαριάς (Ιούνιος του 1948) και την απώλεια των κομματικών καθοδηγητών
και καπετάνιων Γιώργη Τσιτήλου και Μήτσου Μακριδάκη, αναλαμβάνει την
ηγεσία των εναπομεινάντων ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων,
μαζί με την Βαγγελιώ Κλάδου. Με τον τερματισμό του Εμφυλίου Πολέμου τον
Αύγουστο του 1949 μπαίνει στην παρανομία. Μαζί με τη σύζυγό του Αργυρώ
διευθύνει τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, ζώντας το μεγαλύτερο
διάστημα σε σπηλιές στα Λευκά Όρη και ευρισκόμενος σε διαρκή καταδίωξη
από τις κρατικές αρχές.
Το 1962 μαζί με έξι συντρόφους του δραπετεύει με καΐκι στην Ιταλία
και μετά από εξάμηνη περιπέτεια βρίσκει καταφύγιο στην Τασκένδη της
Σοβιετικής Ένωσης. Λίγα χρόνια μετά, ο Νίκος Κοκοβλής, συνεπής στα
ιδανικά του, αμφισβητεί και καταγγέλλει το σύστημα του «υπαρκτού
σοσιαλισμού», όταν διαπιστώνει ότι «απέχει πολύ από τη νέα, ανώτερη,
πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία που φανταστήκαμε», όπως γράφει. Για τις
ιδέες του αυτές θα καταδιωχθεί από τον επίσημο μηχανισμό του ΚΚΕ και του
ΚΚΣΕ.
Το 1976 επαναπατρίζεται μαζί με τη σύζυγό του και συνεχίζει την
πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού, του Συνασπισμού
και του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο έβλεπε την ελπίδα για την ενότητα και την
αναγέννηση της Αριστεράς.
Τη δραματική περιπέτειά του στα βουνά της Κρήτης, στο δρόμο για τη
Σοβιετική Ένωση, τη ζωή του στην Τασκένδη και τις προσπάθειες για τον
επαναπατρισμό του, περιγράφει στα βιβλία του ΕΣΣΔ, «προσδοκίες και
πραγματικότητα προσφύγων: Η ζωή τους και οι διωγμοί των αντιφρονούντων»
(Εκδόσεις Κουλτούρα) και «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» (Εκδόσεις Πολύτυπο),
στο οποίο βασίστηκε το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη,
παραγωγής 2009.