Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Του Μανόλη Ντουντουνάκη

Στο όνομα μάλιστα στρεβλώσεων, ο κυρίαρχος λόγος θέλει να πείσει τους εργαζόμενους ότι θα ωφεληθούν από τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ αυτές αποσκοπούν αποκλειστικά στην επίτευξη της μέγιστης κερδοφορίας για τον επενδυτή
Σε πολιτικό επίπεδο, η ψήφιση των μέτρων του τελευταίου Μνημονίου ήταν μια οριακή επιλογή για την κυβέρνηση, κάτι που σημαίνει ότι εγκαινιάζεται ένας κύκλος «πολιτικής ρευστότητας». Στο οικονομικό πεδίο ψηφίστηκε ένα πακέτο μέτρων, το οποίο είναι ενταγμένο σε ένα τετραετές πρόγραμμα, από το οποίο όμως το 70% των μέτρων θα παρθούν το 2013. Δεν είναι σαφές τι ακριβώς θα κάνει η κυβέρνηση για το 2013, προκειμένου να προστατέψει την οικονομία από δραματική επιδείνωση, δεδομένου ότι θα δοκιμαστούν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι δημοσιοοικονομικοί στόχοι που υπάρχουν στον προϋπολογισμό για το '13.


Πίσω όμως από τους αριθμούς αποκαλύπτονται ανθρώπινα δράματα. Η καθημερινή εμπειρία εντοπίζει περιπτώσεις κοινωνικής απόγνωσης. Τα απρόσωπα στατιστικά στοιχεία συγκροτούνται από χιλιάδες προσωπικά δράματα, που αθροιζόμενα σχηματίζουν το συλλογικό πρόβλημα μιας κοινωνίας που διαλύεται. Κατά την τελευταία τριετία, αυτοκτόνησαν μερικές χιλιάδες συμπολίτες μας. Ομοβροντία στοιχείων -η αυξανόμενη μετανάστευση, η πολύ μεγάλη ανεργία, η πολύ σημαντική μείωση μισθών, η πολύ σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος μιας οικογένειας, η εκτίναξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, η αποξήλωση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους κ.λπ. - επιβεβαιώνουν "ότι πεθαίνουμε σαν χώρα" και ότι σύντομα θα νιώθουμε «ξένοι» στον τόπο μας. Ποια σχέση έχει αυτή η κοινωνική πραγματικότητα με τις θριαμβολογίες και τις ψεύτικες υποσχέσεις του πρωθυπουργού; Τώρα, που "η Ελλάδα κατάφερε να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της" και "να μετατρέψει ένα πρόγραμμα ατέλειωτης λιτότητας σε πρόγραμμα που τολμά μεταρρυθμίσεις και οδηγεί σε ανάπτυξη", κάποιος πρέπει να δημιουργήσει δουλειές. Λένε ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα κράτος που να διαδραματίσει έναν νέο, ελεγκτικό ρόλο, την ίδια ώρα που με νόμους και διατάγματα περιορίζονται έως ακυρώνουν ελεγκτικές διαδικασίες.

Ανάπτυξη, επιχειρηματικότητα και δημιουργικότητα παρουσιάζονται ως αντίδοτο σε ένα νοσηρό και στρεβλό πελατειακό σύστημα κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και μια δημόσια διοίκηση που είχε καταδικαστεί να υπολειτουργεί αναποτελεσματικά από τις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν στη μεταπολίτευση. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης συνίσταται στην εκχώρηση δημοσίων υπηρεσιών σε ιδιώτες που θα πάρουν ως προίκα δημόσια έσοδα: επιχορηγήσεις, διόδια, φόρους, κλειδωμένες τιμές που θα είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε. Προωθείται η εκχώρηση των πάντων σε μια όλο και πιο ανεξέλεγκτη αγορά. Στο όνομα μάλιστα στρεβλώσεων, ο κυρίαρχος λόγος θέλει να πείσει τους εργαζόμενους ότι θα ωφεληθούν από τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ αυτές αποσκοπούν αποκλειστικά στην επίτευξη της μέγιστης κερδοφορίας για τον επενδυτή. Όμως, κάθε σχέδιο ανάπτυξης που δεν λαμβάνει υπόψη και δεν ρωτά αυτούς που αναπτύσσει πώς θέλουν να ζήσουν, δεν είναι ανάπτυξη.

Η οικονομία μπορεί να «γυρίσει» μόνο με επενδυτικούς πόρους προσανατολισμένους σε δημόσια έργα. Απαιτούνται, επίσης, ιδιωτικές επενδύσεις και χρειάζεται στήριξη, κυρίως, των επιχειρήσεων που έχουν καλές επιδόσεις εξαγωγικές ή/και στην εγχώρια αγορά. Χρειάζονται αντι-μέτρα που θα σταματήσουν την ύφεση και, ιδιαίτερα, μέτρα που θα δημιουργήσουν την ανάπτυξη, που είναι το ζητούμενο. Πρέπει να σταματήσουν τα μέτρα τα προ-υφεσιακά, τα οποία έχουν μεγάλο πολλαπλασιαστή και πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κάποιου Επενδυτικού Ταμείου, οποιασδήποτε μορφής, το οποίο θα δημιουργήσει νέα επενδυτική ρευστότητα και θα παρακαμφθεί η αδυναμία των τραπεζών. Οι πόροι του Ταμείου πρέπει να έχουν κύρια ευρωπαϊκή, αλλα και εθνική προέλευση. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσουμε, μετά από ουσιαστική διαπραγμάτευση, σε διαγραφή μέρους του χρέους, με τους εταίρους και δανειστές μας. Το δρόμο της διαπραγμάτευσης μας δείχνει η Κύπρος, που έθεσε "κόκκινες" γραμμές και πέτυχε ουσιαστική αλλαγή των όρων του Μνημονίου μετά από μακρόχρονη διαπραγμάτευση, αλλά και ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός Νότος (Ισπανία, Ιταλία), που αντιστέκεται σθεναρά επί μακρόν στις πιέσεις για υπογραφή μνημονίων. Επίσης, χρειάζεται αλλαγή πολιτικής για τις τράπεζες, έτσι ώστε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να γίνει ταυτόχρονα με την εκκαθάριση του χαρτοφυλακίου τους, που θα οδηγήσει σε de facto κοινωνικοποίησή τους.

Δεν είναι λοιπόν μοιραία η εξέλιξη να νιώθουμε «ξένοι» στο τόπο μας. Η ανάσχεσή της όμως προϋποθέτει πολιτική ανατροπή. Από τους σημερινούς κυβερνώντες δεν μπορεί να ελπίζει κανείς τίποτα. Δεν μπορούν και δεν θέλουν να μας βγάλουν από την κρίση οι δυνάμεις που μας έφεραν σε αυτήν. Επιθυμούν τον προσωπικό τους πλουτισμό, την πολιτική τους επιβίωση και τη νομή της εξουσίας μόνο. Δεν πρέπει να κλωτσήσουμε για τρίτη συνεχή φορά την ευκαιρία μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, που θα μας δοθεί πολύ σύντομα. Η πολιτική ανατροπή είναι προ των πυλών.
* Ο Μανόλης Ντουντουνάκης είναι ΜΔΕ ηλεκτρολόγος μηχανικός ΕΜΠ,
Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό Πολυτεχνείου Κρήτης
 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή»