Του Σπύρου Λαπατσιώρα
Το κόστος διάσωσης το οποίο συζητιόταν για την Κύπρο ήταν 17 δισ.
(σχεδόν το ύψος του κυπριακού ΑΕΠ). Πρόκειται για μέγεθος το οποίο θα
καθιστούσε το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο. Αυτό σήμαινε ότι το ΔΝΤ δεν
μπορούσε να συμμετάσχει. Για να διατηρηθεί ο τρέχων μηχανισμός
«διάσωσης» απαιτείτο ή να αλλάξει η φιλοσοφία των προγραμμάτων διάσωσης ή
να υπάρξει χρηματοδότηση η οποία διατηρεί την τρέχουσα φιλοσοφία των
προγραμμάτων «διάσωσης» και δεν εγγράφεται στο δημόσιο χρέος.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν συμμετείχε το ΔΝΤ, η αύξηση του
δημόσιου χρέους σε τέτοια επίπεδα σήμαινε την εισαγωγή της Κύπρου
αναγκαία και στον κύκλο ύφεσης -ελλειμμάτων- χρέους και στον κύκλο των
διαδοχικών Μνημονίων, που έχουμε γνωρίσει και στην Ελλάδα, κάτι το οποίο
θα σήμαινε επίσης νέο κούρεμα χρέους σε χώρα της Ευρωζώνης και δεύτερη
μεγάλη «αποτυχία» των προγραμμάτων διάσωσης της Ευρωζώνης.
Επομένως, το ερώτημα που τέθηκε στο Eurogroup, το οποίο είχε
διαμορφωθεί πιο πριν και ήταν εις γνώση των ενδιαφερομένων, όπως
δείχνουν τουλάχιστον οι αναλύσεις διεθνών οίκων αξιολόγησης και τραπεζών
(για να μην αναφερθούμε σε δηλώσεις που ήρθαν στο φως της
δημοσιότητας), ήταν: Με ποιον τρόπο μπορούσε να υπάρξει μία
χρηματοδότηση η οποία να μην μετράει στο χρέος αλλά να καλύπτει ένα
μέρος των 17 δισ. έτσι ώστε το υπόλοιπο -εκτός αυτής της χρηματοδότησης-
που θα δοθεί με τη μορφή δανείου να μην καθιστά το χρέος μη βιώσιμο
(ακριβέστερα, να επιτρέπει στους αναλυτές που κάνουν «σφάλματα», ενίοτε
στους δημοσιονομικούς και άλλους πολλαπλασιαστές, να παρουσιάσουν ένα
αποτέλεσμα που θα λέει ότι το 2020 το χρέος θα είναι «καλό»).
Την απάντηση που δόθηκε τη γνωρίζουμε, η οποία, σημειώνουμε, δεν
συνιστά τη μοναδική απάντηση. Πρόκειται για μία απόφαση που διατηρεί τη
στόχευση των προγραμμάτων «διάσωσης» -ακριβέστερα κοινωνικής μηχανικής
μετατροπής των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε ένα μέλλον όπου δεν θα υπάρχουν
διάφορα βαρίδια για το κεφάλαιο: ο φόρος επί των καταθέσεων, που
ισοδυναμεί με «κούρεμα» των καταθέσεων (δεν πρόκειται για φόρο επί της
απόδοσης των καταθέσεων, αλλά για φόρο επί του κεφαλαίου).
Πρόκειται για μια απόφαση που τρεις μέρες μετά τη λήψη της, κανείς
δεν διεκδικεί την πατρότητά της μετά τις διεθνείς αντιδράσεις. Μια
κατάσταση που έχει αδυνατίσει -με σημαντικό τρόπο- πολιτικά τους
εμπνευστές της.
Επίσης, πρόκειται για μία απόφαση η οποία αλλάζοντας τα ευρωπαϊκά
τραπεζικά δεδομένα οδηγεί σε αποσταθεροποίηση της Κύπρου. Μόνο με
έκτακτα μέτρα υπό διαφορετική φιλοσοφία μπορεί να ανακοπεί η διαδικασία
αποσταθεροποίησης και σε καμία περίπτωση με την ψήφιση της υπάρχουσας
πρότασης, όσες βελτιώσεις και να δώσει για τους καταθέτες των κάτω των
100 χιλιάδων ευρώ (ας σκεφτόμαστε ότι τα ασφαλιστικά ταμεία είναι
καταθέτες άνω των 100 χιλιάδων). Πρόκειται για μία απόφαση η οποία
ενέχει αποσταθεροποιητικές τάσεις συνολικά για την Ευρώπη στον βαθμό που
οι καταθέτες σε Ισπανία και Ιταλία θεωρήσουν ότι τους αφορά και αυτούς.
Δεν σκέφτηκαν την αποσταθεροποίηση; Προφανώς τη σκέφτηκαν. Αλλά η
εκροή κεφαλαίων από την Κύπρο θεωρήθηκε δεδομένη από τη στιγμή που η
Κύπρος θα μπει στη σειρά των Μνημονίων και η διατήρηση τραπεζών ζόμπι
στην Κύπρο μέσω της χρηματοδότησής τους από τον ELA ή την ΕΚΤ είναι
μικρό πρόβλημα σε απόλυτους αριθμούς (μεγάλο σε σχέση με το ΑΕΠ της
Κύπρου), ενώ την Ισπανία και την Ιταλία δεν φαίνεται να τις αφορά μια
μαζική φυγή ξένων καταθετών στην έκταση που αφορά την Κύπρο.
Αυτό που ετίθετο υπό διακινδύνευση, το μείζον, με μία διαφορετική
προσέγγιση ήταν ίδια η δυνατότητα συνέχισης του τρέχοντος
νεοφιλελεύθερου σχεδίου, το οποίο ως συστατικό στοιχείο της θεωρητικής
δομής του έχει την τιμωρία όσων «κρατών ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές
τους», που τη μετάφρασή του ήδη την ξέρουμε: καταστροφή της υπάρχουσας
κοινωνίας για να γεννηθεί μια άλλη πιο αρμόζουσα στη νεοφιλελεύθερη
ουτοπία, καταστροφή των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων του
κόσμου της εργασίας.
Όμως η δυνατότητα απόρριψης από την κυπριακή κοινωνία αυτού του
σχεδίου είναι δυνατή καθώς συνειδητοποιεί ότι ο υποσχόμενος δρόμος
ισοδυναμεί με μια κοινωνική καταστροφή -μια απόρριψη που θέτει επί
τάπητος το ζήτημα άλλων τρόπων αντιμετώπισης της κρίσης του 2008 και των
συνεπειών που έχουν συσσωρεύσει οι πολιτικές διαχείρισής της.