Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Tου Σπύρου Λαπατσιώρα

Η αύξηση του χρέους αφορά όλη την Ευρώπη, καθώς αυξάνουν τα διακρατικά δάνεια και οι ανάγκες του ESM είναι μεγαλύτερες από τις υπάρχουσες δυνατότητες παρέμβασής του

Η απόφαση του Εurogroup για "κούρεμα" των καταθέσεων στην Κύπρο έχει ανοίξει έναν κύκλο συζητήσεων για τα αίτια αυτής της απόφασης, η οποία προφανώς αυξάνει τους συστημικούς κινδύνους για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και κατ' επέκταση και για τους όρους βιωσιμότητας του κοινού νομίσματος.

Ένα μεγάλο μέρος των εξηγήσεων έχει ανιχνεύσει προφανή (ή και όχι προφανή) γεωπολιτικά συμφέροντα που αφορούν από τους δρόμους της ενέργειας μέχρι τη θέση της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, δεδομένα τα οποία στήνουν έναν καμβά κατανόησης, για παράδειγμα, του γιατί η Ρωσία αποκλείστηκε από τις διαδικασίες απόφασης.

Ωστόσο, δεν ερμηνεύονται κατ’ αυτό τον τρόπο σημαντικά δεδομένα και της όλης διαδικασίας που ακολουθήθηκε αλλά και πλευρές της διαδικασίας αποκλεισμού της Ρωσίας.


Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα στρατηγικό δίλημμα το οποίο έχει επισημανθεί εδώ και καιρό και αφορά την ευρωπαϊκή στρατηγική διαχείρισης της κρίσης του 2008.

Το πλέγμα πολιτικών οι οποίες επιβάλλονται οδηγούν στο σπιράλ ύφεση - ελλείμματα - αύξηση του χρέους. Η αύξηση του χρέους αφορά όλη την Ευρώπη, καθώς αυξάνουν τα διακρατικά δάνεια, καθώς οι ανάγκες του ESM είναι μεγαλύτερες από τις υπάρχουσες δυνατότητες παρέμβασής του, καθώς η ΕΚΤ παρεμβαίνει όλο και πιο ενεργητικά. Πίσω από όλα αυτά είναι οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, καθώς μπαίνουν στον υφεσιακό κύκλο και στον κύκλο απομόχλευσης. Το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας και οι ίδιες αγορές ομολόγων «επιβάλλουν» τη μείωση του δημόσιου χρέους, πλην αυτό αυξάνει.

Επομένως, με βάση την τρέχουσα στρατηγική, το γενικευμένο «κούρεμα» των δημόσιων χρεών φαίνεται αναπόφευκτο ή διαφορετικά καθίστανται κοινωνικά και πολιτικά αναπόφευκτες ριζοσπαστικές επιλογές μίας άλλης πορείας, σαν αυτές που περιγράφονται από τις προγραμματικές επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Στη βάση αυτών των στρατηγικών διλημμάτων και της υφεσιακής πορείας η πολιτική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής (που θεωρητικά «έρχεται» από την ιδιάζουσα εκδοχή της γερμανικής παράδοσης στον νεοφιλελευθερισμό) συνεχώς αποδομείται. Για παράδειγμα, πλέον αποτελεί σχεδόν κοινή παραδοχή ότι μετά τις γερμανικές εκλογές η νέα γερμανική ηγεσία θα πρέπει να πάρει μέτρα που να αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα ακόμη και στο εσωτερικό της Γερμανίας, εν όψει μάλιστα των συνταγματικών περιορισμών για τα ελλείμματα το 2016) - και δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα με τρόπο που να μην είναι συνδυασμένος με την ύφεση και την ανεργία (για την αποδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού και εργασιακού υποδείγματος δεν συζητάμε, αποτελεί αδιαπραγμάτευτο στρατηγικό στόχο) για μακρύ χρονικό διάστημα, που εγείρει εύλογες ανησυχίες για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα σε μία σειρά χωρών, ακόμη και του πυρήνα, της Ευρώπης. Πόσο θα κρατήσει η διαδικασία της απομόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα, στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις; Πρόκειται για κεντρικό ερώτημα που συνοδεύει πλέον αυτή τη στρατηγική.

Με βάση αυτά τα στρατηγικά, κεντρικά διακυβεύματα της τρέχουσας ευρωπαϊκής στρατηγικής, η λύση μίας γρήγορης διαδικασίας απομόχλευσης, η οποία θα φέρει πιο γρήγορα αποτελέσματα, φαίνεται αρκετά ελκυστική από αρκετές πλευρές, παρά τους κινδύνους της.

Μία τέτοια λύση σημαίνει γενίκευση του διαχωρισμού σε καλές και κακές τράπεζες, αλλά αυτό το εργαλείο έχει δημοσιονομικό κόστος το οποίο ανεβάζει το δημόσιο χρέος ή εμπλέκει την ΕΚΤ και τον ESM με έναν τρόπο που αδυνατίζει τις δυνατότητες επιβολής πειθάρχησης σε πολιτικές που απαιτεί, για παράδειγμα, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, πολιτικές που η λιτότητα που επιβάλλουν συνοδεύεται από έντονα πολιτικά και κοινωνικά συγκρουσιακά στοιχεία.

Σε αυτήν την περίπτωση το “κούρεμα” των απαιτήσεων που έχουν οι πιστωτές των τραπεζών από τις τράπεζες (μέτοχοι, ομολογιούχοι και καταθέτες) μοιάζει ελκυστικό και συνάδει με τον θεωρητικό ηθικό πυρήνα δικαιολόγησης που χρησιμοποιείται. Επιπλέον, αποτελεί έναν τρόπο χρηματοδότησης ο οποίος δεν αυξάνει άμεσα (αλλά έμμεσα και η ελπίδα είναι όχι σε μεγάλο βαθμό) το δημοσιονομικό κόστος και το δημόσιο χρέος ή τον όγκο χρηματοδότησης των κεντρικών τραπεζών. Παράλληλα, δημιουργεί και ένα νέο εργαλείο πειθάρχησης, το οποίο σε συνδυασμό με τον αυξημένο ρόλο της ΕΚΤ γίνεται εργαλείο εκβιασμού στοίχισης σε μνημονιακές πολιτικές είτε υπογράφονται είτε όχι Μνημόνια.

Με αυτή τη λογική, η δήλωση Σόιμπλε «όποιος επενδύει τα χρήματά του σε χώρες που έχουν λιγότερους φόρους κι όπου ελέγχεται λιγότερο, όταν οι τράπεζες δεν είναι βιώσιμες, θα έχει προβλήματα» αρχίζει και αποκτά ένα φανερό νόημα, το οποίο δεν στοχεύει μόνο την Κύπρο. Δεν έχει τον κατηγορηματικό χαρακτήρα που είχαν οι δηλώσεις για τη μοναδικότητα του “κουρέματος” του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και ρητά σχεδόν λέει ότι όσο ειδική και να είναι η Κύπρος, δεν είναι μοναδική επειδή αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά (φόροι, έλεγχος, βιωσιμότητα τραπεζών) μπορεί να τα έχουν ή να τα αποκτήσουν και άλλες χώρες.

Φαίνεται επομένως πολύ πιθανό ότι στην Κύπρο δοκιμάστηκε αυτή η νέα στρατηγική προσέγγιση.

Φαίνεται επίσης ότι η επιμονή, μάλλον, του Κύπριου Προέδρου να επεκταθεί το "κούρεμα" των καταθετών και κάτω των 100.000 ευρώ, κόστισε στην επιβολή αυτής της στρατηγικής, στην κοινωνική και πολιτική νομιμοποίησή της. Ωστόσο, μάλλον έχει πέσει στο τραπέζι ως μία δόκιμη ιδέα και δεν θα φύγει εύκολα.

Πρόκειται για μία ιδέα η οποία ενέχει σημαντικούς συστημικούς κινδύνους, πολύ μεγαλύτερους από αυτούς με τους οποίους ζούσαμε ως τώρα, οι οποίοι μπορούν να μετριαστούν μόνο μέσω ειδικών πολιτικών επιμερισμού του κόστους και στόχευσης των υποψηφίων «κουρεμένων».

Με άλλα λόγια, μπροστά στο σημαντικό πολιτικό κόστος κατάρρευσης της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής στρατηγικής ξανά, άλλη μία φορά, πριν να επιτελέσει τον στρατηγικό στόχο, αυξάνεται η στάθμη κινδύνου. Μεγεθύνονται οι κεντρομόλες και οι φυγόκεντρες δυνάμεις με διακύβευμα μία όλο και πιο βαθιά πειθάρχηση - μία όλο και πιο διαλυτική κρίση από τη μία πλευρά ή μία ανατροπή αυτών των πολιτικών από την άλλη, με όλο και πιο βαθιά χαρακτηριστικά.

Σε αυτό το πλαίσιο το «Όχι» της κυπριακής Βουλής ήταν πολύ ισχυρότερης σημασίας στην Ευρώπη από όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά και οι συνέπειές του δεν έχουν ακόμη καταγραφεί.

Αν η παραπάνω προσέγγιση έχει βάση, τότε πώς δένεται με προφανείς γεωπολιτικούς υπολογισμούς;

Πρώτον, οι γεωπολιτικοί υπολογισμοί, συμφέροντα και συγκρούσεις φτιάχνουν έναν γενικό ορίζοντα επιλογών (για παράδειγμα, «τι θεωρούμε Ευρώπη»;), πάνω στον οποίο εξυφαίνεται η στρατηγική διαχείρισης και όχι το «εργαλείο» το οποίο παράγει αποφάσεις όπως του Εurogroup της Παρασκευής.

Δεύτερον, αποτελούν δευτερεύοντα στοιχεία ή καλύτερα επικαθοριστικά στοιχεία τα οποία συμμετέχουν στην ύφανση των συγκεκριμένων επιλογών.

Επομένως, ο κύριος καμβάς είναι τα απολύτως επείγοντα και καθοριστικά για το επόμενο διάστημα ζητήματα που θέτει η ευρωπαϊκή στρατηγική, η οποία τόσο στον ορίζοντά της όσο και στις λεπτομέρειές της κάνει γεωπολιτικούς υπολογισμούς, αλλά αυτή τούτη η στρατηγική δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω των γεωπολιτικών υπολογισμών ή μέσω οικονομίστικων λογικών του τύπου "τελειώνουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου για να μεταφερθούν κεφάλαια αλλού, (ειδικά για το μέγεθος αυτών των κεφαλαίων πρόκειται για εντελώς δευτερεύον ζήτημα σε σχέση με αυτά που συζητάμε).

Βεβαίως, αυτή η απόφαση οδηγεί στο «τέλος» της μορφής της έκτασης, του ρόλου που είχε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κύπρου. Αλλά από τη στιγμή που η Κύπρος στο δεδομένο ευρωπαϊκό περιβάλλον ήταν εκτός αγορών, εισερχόμενη σε ύφεση, αναζητώντας διακρατικά δάνεια και με ενεργοποιημένο τον κύκλο απομόχλευσης από όλα αυτά, το τέλος του ήταν θέμα χρόνου.

Το ερώτημα που τέθηκε στην κυπριακή κοινωνία ήταν αν αυτό θα γινόταν στο πλαίσιο της κοινωνικής βαρβαρότητας που οδηγεί η τρέχουσα ευρωπαϊκή στρατηγική ή εκτός αυτής, με την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού-οικονομικού υποδείγματος πιο ομαλά και συντεταγμένα σε βάθος χρόνου, σεβόμενη αυτή η διαδικασία και ο στόχος της τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες που έχουν υποτάξει την Ελλάδα.

Πηγή:Εφημερίδα Αυγή