Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Tου Μιλτιάδη Κλωνιζάκη
Α) Γενικά
Βασικό ζητούμενο στις σημερινές κρίσιμες συνθήκες που βιώνει η πατρίδα μας είναι το κατά πόσο σαν ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που μας θέτει η κοινωνία. Δεν είναι μόνο οι οικονομικές αναλύσεις αλλά και οι αναγκαίες απαντήσεις για ζητήματα που άπτονται μια «κυβερνητικής» καθημερινότητας όπως πως θα βρούμε τα χρήματα, πως το ενάμιση εκατομμύριο των ανέργων θα βρει δουλειά, τι θα είναι αυτό που θα κρατήσει το νέο επιστήμονα – και όχι μόνο- στην πατρίδα μας… και πολλά άλλα ερωτήματα που μας θέτουν οι πολίτες στην καθημερινή μας συναναστροφή μαζί τους. Χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι μπορεί να αλλάξει τους όρους της πολιτικής - και υπάρχουν και πολλοί που αμφισβητούν ακόμη και κατά πόσον το θέλει. Δεν αρκεί να πιστεύουμε εμείς ότι είμαστε καλοί, πρέπει να το πιστεύουν κι οι άλλοι. Αυτό οφείλουμε να το δείχνουμε όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα μας. Άρα το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι δεν χρειάζεται μόνο η καταγγελία αυτού που βιώνουμε (της μνημονιακής πολιτικής) άλλα οι συγκεκριμένες απαντήσεις που θα αποτελέσουν τον οδικό χάρτη προς μια πιο αισιόδοξη και εννοείται προοδευτική διέξοδο…
Υπάρχει άραγε αυτός οδικός χάρτης ; Οι απαντήσεις είναι πολλές και ίσως να καταλήγουν προς το ναι, όμως αυτό αρκεί ; Γενικότερα συνταγές δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχουν όμως βασικές αρχές που οφείλουν να καθοδηγήσουν την πορεία. Η πρώτη αρχή είναι ότι, όταν θέλεις να εκπροσωπήσεις έναν κόσμο ξεκινάς στηρίζοντάς τον και ελαχιστοποιώντας τις συγκρούσεις στο εσωτερικό του. Θέτεις σαν στόχο την ενότητα γύρω από έναν κοινά αποδεκτό στρατηγικό στόχο. Δεύτερη αρχή είναι να επιδιώκεις την πολυφωνία για τη διαδικασία εξεύρεσης της καλύτερης τακτικής, όχι μόνον ως ανταλλαγή απόψεων εντός κόμματος, αλλά κυρίως ως αλληλεπίδραση προτάσεων, αντιπροτάσεων και αντιρρήσεων με τα κοινωνικά στρώματα που θέλεις να πάρεις μαζί σου. Το παραπάνω οφείλεις να το κάνεις σε μαζικό επίπεδο και όχι απλώς συζητώντας με παράγοντες και εκπροσώπους, την εποχή μάλιστα που οι παραδοσιακές σχέσεις αντιπροσώπευσης έχουν τιναχτεί στον αέρα. Τρίτη και ίσως σπουδαιότερη: Οφείλεις να κάνεις πράξη αυτό που με δυο λέξεις ονομάζεις αριστερή αντίληψη περί της πολιτικής, συνδυάζοντας προγραμματική και κινηματική παρέμβαση, αξιοποιώντας όλες τις δυνάμεις που προσφέρονται.
Επόμενο σημείο είναι η γνώση – κάθε στιγμή- των συσχετισμών και δυνατοτήτων. Βασική αναγκαιότητα που παίρνει υπόψη τη μεταβολή των συνθηκών που επιφέρει η κοινή δράση και η κοινή οργή. Δεν οδηγείς τον κόσμο σε χαμένες μάχες, δεν φρενάρεις μάχες που μπορούν να κερδηθούν. Γι' αυτό χρειάζονται οργανώσεις βάσης ριζωμένες στην κοινωνία και όχι λέσχες συζητήσεων και ψηφοφοριών.
Εξίσου σημαντικό και ίσως το σημαντικότερο είναι η εξάπλωση των αξιών και των ιδεών της Αριστεράς. Αριστερός δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Αφού γίνεις, έχεις το καθήκον να κάνεις αριστερούς και τους γύρω σου, ενσπείροντας πρώτα την αμφιβολία απέναντι στο καθημερινό τηλέ-βομβαρδισμό της κάθε εξουσίας, δείχνοντας πώς η αριστερή θεώρηση του κόσμου δίνει λύσεις στα προβλήματα, αλλάζοντας τη διατύπωση, αλλάζοντας τις προτεραιότητες, αλλάζοντας την ατζέντα, και κυρίως χωρίς υπεροψία προς όποιον δεν συμμερίζεται τις δικές σου απόψεις, αλλά με σεβασμό στο άτομο του οποίου την άποψη προσπαθείς να καταρρίψεις.
Β) Ειδικότερες σκέψεις…
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι άραγε αυτός που θέλουμε; Τι ΣΥΡΙΖΑ φαντάζεται ο καθένας από εμάς που είναι μέλος του; Υπάρχει άραγε η διάθεση σύνθεσης όλων αυτών ρευμάτων και απόψεων που συναποτελούν τον ΣΥΡΙΖΑ;
1) Πως Λειτουργεί το ενιαίο κόμμα…
Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση – μακάρι να βγω ψεύτης –ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τείνει σε ένα προσωποπαγές κόμμα στο όποιο η όποια ηγετική ομάδα αποφασίζει και απλώς η βάση χειροκροτεί ή στην καλύτερη περίπτωση συναινεί σιωπηρά. Απέχει αυτό από την πραγματικότητα; Δυστυχώς όχι … Είναι αυτό που θέλουμε; ασφαλώς όχι. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα αποφύγουμε καταστάσεις που μας φέρνουν στη μνήμη σκηνές από το πρόσφατο παρελθόν… λέγε με ΠΑΣΟΚ και όσοι έχουν μια σχετική γνώση της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας ας τους έλθουν στην μνήμη οι μαζικές διαγραφές του 1975 και η επιλογή των ψηφοδελτίων των βουλευτικών εκλογών του 1981. Στις δυο περιπτώσεις απομακρύνθηκαν φωνές που ενοχλούσαν και το ΠΑΣΟΚ από ένα μαρξιστικό μη δογματικό κόμμα – ή κίνημα αν προτιμάτε- εξελίχθηκε σε ένα προσωποπαγές κόμμα μουσολινικού τύπου… Έχω το δικαίωμα να εκφράζω αυτή την άποψη γιατί εκπροσωπώ μια νεολαία (την ΕΔΗΝ) που ο γραμματέας της ο Αλέκος Παναγούλης έτσι χαρακτήριζε τον Ανδρέα Παπανδρέου…
2) Το θέμα του νομίσματος…
Η ηγετική ομάδα χαρακτηρίζετε από μια εμμονή στο θέμα του ευρώ χωρίς όμως να καταστρώνει ένα εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση ειδικών συνθηκών. Ποίες είναι οι ειδικές συνθήκες; Ακούγεται έντονα το σενάριο για χρεωκοπία μεγάλης χώρας της ευρωζώνης και ιδιαίτερα της ΙΤΑΛΙΑΣ, η οποία αν δεν εφαρμόσει ένα σκληρό πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας πιθανότατα δεν θα αντέξει τις πιέσεις. Αν συμβεί κάτι τέτοιο έχουμε αντιληφθεί τι αυτό μπορεί να σημαίνει; Άρα δεν είναι ανάγκη να συμβεί κάτι στην Ελλάδα για να έρθουμε αντιμέτωποι με μια νέα κατάσταση. Εμείς τι σχεδιάζουμε σε μια τέτοια περίπτωση; Είναι σοβαρή αντιμετώπιση η λογική του εμείς ξέρουμε τι θα κάνουμε αφήνοντας αίολες φήμες να διαχέονται προς τα έξω; Δεν θα έπρεπε τουλάχιστον τα μέλη μας να έχουν γίνει κοινωνοί ενός σχεδίου ; ή μας θεωρούν ανεύθυνους ; Άραγε η ηγετική ομάδα έχει αντιληφθεί ότι η εκπόνηση ενός τέτοιου σχεδίου θα δημιουργούσε την αίσθηση της βεβαιότητας στην κοινωνία η οποία ενδεχομένως θα μας εμπιστευόταν περισσότερο;
Η κατάσταση στην ευρωζώνη είναι τέτοια που οφείλουμε να έχουμε ένα επιχειρησιακό σχέδιο για να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από καταστάσεις…
3) Σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης…
Το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης όπως αυτό έχει παρουσιαστεί κατά καιρούς μοιάζει περισσότερο με έκθεση ιδεών παρά με ένα συγκροτημένο σχέδιο. Αναρωτιέμαι άλλος σε αυτή την χώρα δεν έχει σκεφτεί αυτό το πλαίσιο ιδεών; Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι εμείς θα τα καταφέρουμε; Πέραν της οικονομικής προσέγγισης έχει γίνει κοινωνιολογική προσέγγιση στην βάση της οποίας θα καταλάβουμε τις όποιες ιδιαιτερότητες έχουμε σαν λαός και σαν χώρα; Μήπως ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να ακολουθείτε από ένα πλάνο για την ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης; Το πρόβλημα είναι η διάθεση ή η γραφειοκρατία που όσα χρόνια και να πέρασαν αυτή δοξασμένη τραβάει τον δρόμο της; Ας απαντήσουμε πρώτα σε αυτά και μετά ας σχεδιάσουμε το πλάνο μας για το πώς θέλουμε και όχι πως φανταζόμαστε την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
4) Εθνικά θέματα
Εκεί τα ερωτήματα για τις θέσεις μας είναι πολλά αλλά το σημαντικότερο όλων το εξής: ποιον πείθουμε ότι θ’ ακυρώσουμε και θ’ ανατρέψουμε το Μνημόνιο, όταν επί της ουσίας υιοθετούμε την εξωτερική πολιτική που εφαρμόζουν οι μνημονιακοί μας αντίπαλοι και υπαγορεύουν οι δανειστές μας;
Οφείλουμε να διερευνήσουμε ποια εξωτερική πολιτική έχουμε ως στόχο να ασκήσουμε. Η εξωτερική πολιτική που πρέπει να επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να υπηρετεί λειτουργικά τον βασικό του πολιτικό στόχο. Πρόταγμα μιας λειτουργικής εξωτερικής πολιτικής που στοχεύει στην ανατροπή του Μνημονίου οφείλει να είναι η διακρίβωση της πραγματικότητας των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς περίγυρου της χώρας. Διότι αυτήν την πραγματικότητα (και όχι τους όποιους ευσεβείς του πόθους) θ’ αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τις απαραίτητες λαϊκές μάζες που θα του δώσουν τη δύναμη να ανατρέψει το Μνημόνιο.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το μείζον ίσως πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, την Τουρκία παρατηρούμε ότι η κεντρική θέση. τόσο στις εξελίξεις στην Τουρκία όσο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδίως στις τελευταίες, συνοψίζετε στη διαπίστωση ότι: «Η εξωτερική πολιτική που ακολουθεί και η διπλωματία που ασκεί (η Τουρκία), ιδιαίτερα απέναντι στη χώρα μας, τείνει να πολλαπλασιάζει αιτήματα και διεκδικήσεις, συντηρώντας μορφές έντασης που εναλλάσσονται με διακηρύξεις φιλίας. Αλλά ο ελληνικός και o τουρκικός λαός δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν…».
Σύμφωνα με το κείμενο και όπως αυτό αποτυπώνεται σε θέσεις που έχουν κατά καιρούς εκφραστεί, με την Τουρκία υπάρχει απλώς μια «ένταση», η οποία προκαλείται από «αιτήματα και διεκδικήσεις» της Άγκυρας. Η επιλογή των λέξεων δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Τα «αιτήματα και οι διεκδικήσεις» επιδέχονται συνδιαλλαγή και επιλύονται με διαπραγμάτευση. Προκειμένου δε να εκτονώνεται η «ένταση», δεν μπορεί παρά να υπάρξει -κάποια στιγμή και κατά το μέτρο της δυναμικής της διαπραγμάτευσης- ικανοποίηση τουλάχιστον μερικών από τα «αιτήματα και τις διεκδικήσεις». Δεν διευκρινίζουμε πουθενά κατά πόσον τα «αιτήματα και οι διεκδικήσεις» συνιστούν απειλές κατά της ελληνικής κυριαρχίας, κατά πόσον προσβάλλουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα ή κατά πόσον αποτελούν -όπως διατείνονται ορισμένοι- φυσιολογική απάντηση της Τουρκίας στην «ελληνική περικύκλωση» που δομήθηκε κατά τον 20ό αιώνα.
Περιγράφοντας, έστω και συνοπτικά, την τουρκική συμπεριφορά, οι θέσεις όπως αυτές παρουσιάζονται επιλέγουν να μην εστιάσουν σε ενέργειες που ο κάθε νοήμων σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά εμπειρικά προσλαμβάνει ως τουρκική επιθετικότητα και απειλές.
Να αναφερθούμε στα σχέδια Βαριοπούλα, που προ τετραετίας αποκαλύφθηκαν, στις περιπλανήσεις των τουρκικών πολεμικών σκαφών, στις στρατιωτικές ασκήσεις, που σταθερά τα τελευταία 35 χρόνια προσομοιώνουν τους ασκούμενους σε αποβάσεις στα ελληνικά νησιά, στον συστηματικό αεροναυτικό διαχωρισμό του Αιγαίου από τις τουρκικές Ε.Δ. κατά μήκος του 25ου μεσημβρινού κ.ο.κ. Η εξωτερική μας πολιτική σε σχέση με την Τουρκία δεν πρέπει να λάβει υπόψη της τις επανειλημμένες δηλώσεις των Ερντογάν και Νταβούτογλου (στο τουρκικό Κοινοβούλιο, σε διεθνή fora, αλλά και και σε επίσημες συναντήσεις με Έλληνες ομολόγους τους) ότι τα σύνορα στο Αιγαίο δεν είναι σαφή, καθώς υπάρχουν δεκάδες μικρονήσια και βραχονησίδες αδιευκρίνιστης κυριαρχίας (όπως Αγαθονήσι, Καλόλιμνος, Γαύδος, Καλόγεροι, Αρκιοί, Φούρνοι), που η Οθωμανική Αυτοκρατορία με καμιά συνθήκη δεν είχε εκχωρήσει, αλλά η Ελλάδα τα έχει καταλάβει και εποικίσει. Για ποιο λόγο αγνοούμαι την πραγματικότητα;
Έχουμε αντιληφθεί. ότι η επιχειρηματολογία περί τουρκικών «αιτημάτων και διεκδικήσεων» εκπορεύεται επί χρόνια από τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ, εταίρους μας στην Ε.Ε. και μνημονιακούς δανειστές μας. Σε κάθε διεθνές forum και σε κάθε διμερή συνάντηση με τους συμμάχους, εταίρους και δανειστές, οι Έλληνες πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί καλούνται να συζητήσουν τις «διεκδικήσεις και τα αιτήματα» της Άγκυρας εποικοδομητικά, μακριά από ψυχώσεις περί απειλών κ.ο.κ.
Η περί Τουρκίας διατύπωση των θέσεων της Κ.Ε. είναι κρίσιμη, τόσο για την αξιοπιστία μας όσο και για την ποιότητα της στρατηγικής μας προς ανατροπή του Μνημονίου. Ταυτόχρονα, συνιστά και παράδειγμα προς αποφυγήν, εξ αιτίας της λαϊκής αποσυσπείρωσης που προκαλεί. Και δεν είναι η μόνη παράγραφος των θέσεων που αποσυσπειρώνει εν δυνάμει ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ!
Η αναφορά στην περί ΠΓΔΜ παράγραφο, ότι «οι υπάρχουσες μειονότητες είναι απολύτως σεβαστές», είναι εξίσου προβληματική. Πώς προκύπτει εν προκειμένω ότι υπάρχουν μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ μειονότητες; Υπάρχει σήμερα σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα; Από πού κάποιος αντλεί αυτή τη πληροφόρηση ή εμπιστεύεται τις σχετικές διαπιστώσεις των εκθέσεων του State Department; Πόσοι εν Ελλάδι (όχι σε Καναδά και Αυστραλία!) έχουν σλαβομακεδονική εθνική συνείδηση, πέρα από τους τροφίμους του αμερικανικού προξενείου της Θεσσαλονίκης; Δεχόμαστε (όπως κάποια ξένα κέντρα πασχίζουν να καθιερώσουν) ότι κάθε δίγλωσσος της Δυτικής Μακεδονικής έχει μη-ελληνική εθνική συνείδηση;
Το ιδρυτικό συνέδριο του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διορθώσει τα κακώς κείμενα πους μας κυνηγούν από το παρελθόν και τις κατά καιρούς ιδεοληψίες, να πιάσει τον παλμό του ελληνικού λαού, που καταστρέφεται από τη μνημονιακή πολιτική, όπως ακριβώς έκανε το ’41 το ΕΑΜ και όχι να σέρνεται από τη λογική μιας δήθεν και πάντα ιδεοληπτικής αριστεράς που σε κρίσιμους και δύσκολους καιρούς αντί εθνικής αντίστασης πρότεινε την «ταξική συναδέλφωση και καλούσε σε ειρηνική συνύπαρξη με το κατοχικό γερμανικό στρατιώτη».
Και μια σημείωση : άλλο η ειρηνική συνύπαρξη και άλλο η αντιμετώπιση της όποιας επιθετικότητας, που οφείλουμε να έχουμε σχέδιο… Το σχέδιο αυτό δεν είναι η περαιτέρω ανάπτυξη του όποιου εξοπλιστικού προγράμματος άλλα η ύπαρξη οδικού χάρτη αντιμετώπισης σε επίπεδο διπλωματίας περιέργων καταστάσεων…
5) Περί συνιστωσών…
Αναρωτιέμαι ο έχων την ιδέα της διάλυσης των συνιστωσών από τι είδους ιδεοληψία διακατέχετε και θέτει ημερομηνία διάλυσης αυτών; Θεωρεί ότι σχήματα, οργανώσεις, κόμματα που συναποτελούν το ΣΥΡΙΖΑ είναι ανύπαρκτα μονοπρόσωπα σχήματα και όχι ζωντανοί οργανισμοί που έχουν μια ιστορική πορεία, και τα οποία στις προσταγές του αφέντη θα διαλυθούν ησύχως; Θέλουμε ένα μεγάλο δημοκρατικό κόμμα ή ένα καινούριο κονκλάβιο που θα έρθει σαν νέος μεσσίας για να σώσει τον δοκιμαζόμενο λαό; Ακόμα και άνθρωποι που θεωρούν ότι η νέα πραγματικότητα επιβάλει το ενιαίο κόμμα η διατύπωση αυτή τους δημιουργεί θέματα για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον. Το ορθότερο θα ήταν να υπήρχε ο χρόνος της ζύμωσης χωρίς τετελεσμένα και αποκλεισμούς χωρίς διορίες υποταγής. Πρέπει να υπάρξει περισσότερος χρόνος ώστε ακόμα και αυτός που διαφωνεί να είναι σε θέση να καταλάβει την αναγκαιότητα της δημιουργίας του ενιαίου σχήματος. Τότε όλοι θα ήμασταν σίγουροι ότι το ενιαίο κόμμα και δημοκρατικό θα ήταν άλλα θα έδινε την δυνατότητα σε κάθε μέλος του να εκφράζει την διαφορετική άποψη χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Θα μπορούσε κάποιος να αναλύσει όλα τα ζητήματα και να αναφέρει θέματα τα οποία άπτονται μιας καλύτερης προετοιμασίας και επεξεργασίας. Η όποια κριτική ασκείται τουλάχιστον από τον υπογράφοντα, δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας ιδεοληψίας άλλα έκφραση αγωνίας, όχι μόνο για την ανάπτυξη του κόμματος αλλά για την κατάσταση με την όποια θα βρεθούμε αντιμέτωποι σαν ΣΥΡΙΖΑ όταν η κοινωνία αποφασίσει να μας δώσει την δυνατότητα να ασκήσουμε μια άλλου τύπου διακυβέρνηση. Το τι πρακτικές θα ασκήσουμε στο εσωτερικό μας ενδεχομένως θα αποτελούν τον καθρέπτη αυτόν που θα πράξουμε στο μέλλον. Αν κάτι είναι στραβό… ας το προλάβουμε προτού βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό…


Συντροφικά
Μιλτιάδης Κλωνιζάκης

1 σχόλια:

editor είπε...

Οι προτάσεις του συντρόφου Κλωνιζάκη για τα εθνικά θέματα, πρέπει να αποτελούν αδιαπραγμάτευτες αρχές του Συνεδρίου. Είναι επικίνδυνο για ένα κόμμα που θέλει να κυβερνήσει, να μην έχει έντονα αποσαφηνισμένες, σταθερές και αταλάντευτες πατριωτικές θέσεις στα εθνικά θέματα, οι οποίες θα ικανοποιούν μια ευρεία κοινωνική αντίληψη περί του τί κατεύθυνση θέλουμε να έχει η εξωτερική μας πολιτική. Ο λανθάνων διεθνισμός για τον οποίο συχνά μιλάω και ο οποίος εκπορεύεται από μια αφελέστατη, ουτοπική όσο και ξεπερασμένη αντίληψη που δικαιώνει τις κατηγορίες περί εθνομηδενισμού, αποτελεί την κυρίαρχη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το πεδίο, πάνω στο οποίο έρχονται να σπεκουλάρουν οι εθνικιστές της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Εγώ δεν ξέρω αν αυτή η αντίληψη ίσων αποστάσεων και ηπίων τόνων στα εθνικά μας θέματα εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί σοβαρή συνεδριακή θέση ενός κόμματος που θέλει να κυβερνήσει το...."δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε". Ας ξεπεράσουμε τα φοβικά σύνδρομα, τις ανεύθυνες (που είναι κατάλληλες μόνο για αντιπολιτευόμενα κόμματα) όσο και ανιστόρητες θέσεις περί μειονοτήτων, συνωστισμών και συνόρων, κι ας αποκτήσουμε μια βάση εξωτερικής πολιτικής που θα ασκείται με αξιοπρέπεια, διπλωματική ευελιξία και μια χρήσιμη δόση οπορτουνισμού (όπως στο θέμα των Νατοϊκών βάσεων που έθιξε το άρθρο στους ΝΥΤ) αλλά και με επιθετική φαντασία, όπως στο θέμα της Ενωσης των χωρών του νότου και της αντιμετώπισης του εκβιασμού εξόδου από το ευρώ.
Για μένα εξάλλου, η εμμονική θέση υπέρ της ευρωζώνης και της ανάπτυξης παράλληλων λαϊκών αγώνων σε μια Ευρώπη "των λαών" -που δεν υφίσταται πια παρά μόνο στη σκέψη κάποιων συντρόφων- αποτελεί μια τεράστια αυταπάτη που ελπίζω οταν αποδειχτεί (γιατί θα αποδειχτεί) να μην αποδοκιμαστεί με κρότο, ως μία ακόμα απάτη του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου. Γιατί το τίμημα που θα πληρώσει η αριστερά θα είναι τόσο μεγάλο όσο ήταν και μετά τον εμφύλιο.
Υπ' αυτή την έννοια (και μια και λόγω ποσόστωσης...έμεινα εκτός συνεδρίου) εκδηλώνω την στήριξή μου στο Μιλτιάδη και τον εξουσιοδοτώ με την ευθύνη να μεταφέρει τις προτάσεις του στο Συνέδριο και να τις υπερασπιστεί όσο μπορεί καλύτερα.
Γιώργος Γυπάκης