Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Του Γιώργου Σταθάκη

Το τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό πείραμα στο οποίο υποβλήθηκε η χώρα μας από το 2010 και μετά διανύει τις τελευταίες του μέρες. Οι εκλογές του 2012 κατάστρεψαν ένα πολιτικό σύστημα με σχεδόν 40 χρόνια ζωής. Παράλληλα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αποευθυγράμμιση των κοινωνικών κατηγοριών που πλήττονταν περισσότερο από την κρίση από τους παραδοσιακούς φορείς εκπροσώπησης τους, τα κόμματα του τέως δικομματισμού.

Από τις εκλογές του 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά λειτουργούσε με την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος ως βασικό της δεδομένο. Από τη μια, όλο το παλαιό πολιτικό προσωπικό έπρεπε να κινητοποιηθεί στην προσπάθεια για την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, δίνοντας της έναν υποτιθέμενο αέρα υπερκομματικό και συναινετικό, και, από την άλλη, η υποχώρηση στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων έπρεπε να παγιωθεί. Τα μνημόνια επιχειρούσαν να γίνουν καθεστώς την ώρα που το «καθεστώς» κατέρρεε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπρεπε να απαντήσει στα ερωτήματα τα οποία αντιμετώπιζε η χώρα με συνεκτικό τρόπο. Να συγκροτηθεί σε ενιαίο πολιτικό σχηματισμό, να αποκτήσει αναλυτικές θέσεις και να ιεραρχήσει τις προγραμματικές προτάσεις του στη βάση ενός πραγματικού μελλοντικού δημοσιονομικού σχεδιασμού σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η αναμέτρηση των ευρωεκλογών έφερε για πρώτη φορά ένα ψηφοδέλτιο της αριστεράς πρώτο σε εθνική κλίμακα και παγίωσε την αίσθηση ότι έπεται ένα «τέλος εποχής». Οι εξαγγελίες, όμως, σχετικά με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης άλλαξαν τελείως τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας.

Σε πολιτικό επίπεδο η υπερασπιστική γραμμή του μνημονίου από το 2012 και μετά στηριζόταν σε δύο αλληλεπικαλυπτόμενες παραδοχές. Από τη μία, όλοι πλέον ομολογούσαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρισκόταν σε παρατεταμένη ύφεση εξαιτίας της προβληματικής αρχιτεκτονικής της. Η Ελλάδα, ωστόσο, σύμφωνα με τους υπερασπιστές της λιτότητας, έπρεπε να κρατήσει την αναπνοή της μέχρι να συντελεστούν οι δομικές εκείνες αλλαγές που θα αναβίωναν πολιτικές αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Μέχρι τότε μοναδική επιλογή ήταν τα μνημόνια και κάθε αντίδραση σε αυτά χύδην ταυτιζόταν με τον αντιευρωπαϊσμό. Από την άλλη, το ίδιο το περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων παρουσιαζόταν ως φάρμακο για δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας την ώρα που όλα τα μέτρα που υλοποιούνταν ήταν η συνέχεια της ανολοκλήρωτης ατζέντας των νεοφιλελεύθερων αλλαγών που ηγεμόνευαν στην ελληνική πολιτική από την δεκαετία του ’90 και μετά. Η αντίδραση στο περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων συνοδευόταν με την κατηγορία της υπεράσπισης του «παλιού» τρόπου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και ταυτόχρονα, στο βαθμό που οι μεταρρυθμίσεις ήταν προϋποθέσεις αποπληρωμής δόσεων, εκ νέου στην αντίθεση με τη μορφή επίλυσης της κρίσης δημοσίου χρέους και τον αντιευρωπαϊσμό.

Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης έσπασε αυτό τον φαύλο κύκλο του πολιτικού διαλόγου στη χώρα μας όπως οργανώνονταν από το μνημονιακό μπλοκ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε στιγμή δεν υπέστειλε την σημαία της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές με σκοπό την απομείωση του δημόσιου χρέους. Μέσα από το πρόγραμμα της ΔΕΘ, όμως, έπεισε ότι είναι εφικτό να λειτουργήσει υπό τους όποιους δημοσιονομικούς περιορισμούς μια ουσιαστική αλλαγή κατεύθυνσης των ασκούμενων πολιτικών. Ανεξάρτητα από την τεράστια προγραμματική δουλειά που πραγματοποίησε σε όλα τα πεδία δημιούργησε ταυτόχρονα αυτό που τον εγκαλούσαν οι αντίπαλοι του και οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν υλοποιήσει σε όλη την μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Ένα κοστολογημένο πρόγραμμα η υλοποίηση του οποίου δεν συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη της όποιας διαπραγμάτευσης και με τη σχέση της χώρας με τους δανειστές της. Η εκφορά ενός αυστηρού σχεδίου για την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας στον αντίποδα του μνημονίου και η απεξάρτηση της υλοποίησής του από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων αποτελεί σήμερα από τα σημαντικότερα στοιχεία διαπραγματευτικής ισχύος για την μελλοντική κυβέρνηση.

Έτσι φτάσαμε στις σημερινές εκλογές. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να πείθει ότι μπορεί να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας. Και πείθοντας για αυτό, να δημιουργούμε οι ίδιοι τις προϋποθέσεις για μια μεγάλης έκτασης αλλαγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί όσο η χώρα μας, ή οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος, συνιστά ελάσσων αδύναμο κρίκο στην ευρωπαϊκή αλυσίδα. Τα διακηρυκτικά κείμενα της ΕΕ προωθούσαν τις ιδέες της πολιτικής ισότητας των κρατών - μελών και της οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών της και αυτές τις αρχές η κοινότητα είναι «καταδικασμένη» να τις υπηρετεί. Η χώρα μας θα βρίσκεται, σε περίπτωση εκλογής μιας κυβέρνησης της αριστεράς, στην αιχμή του δόρατος των δυνάμεων εκείνων που προσπαθούν να απαλλάξουν την Ευρώπη από το ασφυκτικό δόγμα της λιτότητας. Και, ταυτόχρονα, με ένα σχέδιο για την ανάταξη της ελληνικής κοινωνίας και την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας.

Με άλλα λόγια οι εκλογές στις 25 του Ιανουαρίου αποτελούν ένα τέλος εποχής.

Πηγή:www.capital.gr