Του Γιώργου Γυπάκη
Στη συνάντηση των αντιμνημονιακών κινημάτων της Κρήτης στο
Ηράκλειο πρίν από ένα χρόνο, η γιατρός του Κοινωνικού Ιατρείου Ρεθύμνου
αναρωτιόταν “γιατί, όταν ζητάμε βοήθεια από αυτούς που στηρίζουμε καθημερινά
δεν έρχεται κανείς”, βάζοντας στο θέμα της κοινωνικής αλληλεγγύης μια διάσταση
που δεν είχαμε ως τότε σκεφτεί: η κοινωνική αλληλεγγύη ωφείλει να είναι
αποτελεσματική, όχι μόνο ανθρωπιστικά αλλά και πολιτικά. Αλλιώς, δεν μπορεί να
θεωρείται αλληλεγγύη αλλά φιλανθρωπία. Πολλοί συγχέουν αυτά τα δύο.
Η κοινωνική αλληλεγγύη με τη μορφή της φιλανθρωπίας όπως και
ο εθελοντισμός, έδιναν πάντα άλλοθι στους υποκριτές της εξουσίας. Φιλανθρωπία
κάνουν οι πλούσιοι και οι βολεμένοι αστοί για να δικαιολογούν στην εφορία τα
λεφτά τους, να ξεπλένουν τα κρίματά τους και να βεβαιώνουν το κοινωνικό τους
στάτους. Δέστε ποιοί άλλοι έκαναν πάντα τις φιλανθρωπίες: οι Ρόταρυ, οι
Βαρδινογιάννηδες, οι Μητσοτάκηδες και λοιπά τζάκια.
Τον εθελοντισμό προάγει το κράτος για να καλύψει τις δικές
του αδυναμίες: βάζουμε τους εθελοντές να κάνουν τζάμπα τη δουλειά που θα έπρεπε
να κάνει το κράτος -και η τοπική αυτοδιοίκηση ενίοτε- με τους δικούς του
εργαζομένους. Ποτέ άλλοτε δεν είχε προαχθεί ο εθελοντισμός στην Ελλάδα, όσο την
περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, τότε που η Γιάννα χρέωνε τη χώρα με τα
δάνεια που την κατέστρεψαν.
Μόνο η εκκλησία μπορεί να ασκεί φιλανθρωπικό έργο χωρίς
κανένα ώφελος, καμία ανταπόδοση. Θα έπρεπε εξάλλου αυτή να είναι η μόνη της
έγνοια.
Οπως λοιπόν ο εθελοντισμός εκτρέφει κορόιδα για λογαριασμό
του κράτους, έτσι και η φιλανθρωπία εκτρέφει επαίτες. Οι χιλιάδες άνθρωποι που
σιτίζονται στα διάφορα κρατικά, δημοτικά και εκκλησιαστικά συσσίτια, μαθαίνουν
να βολεύονται όσο υπάρχει κάποιος να τους δίνει ένα πιάτο φαϊ. Η ανθρωπιστική
κρίση στη χώρα μας δημιουργεί μια νέα τάξη επαιτών, που παραιτούνται από κάθε
διεκδίκηση για εργασία και ποιότητα ζωής, όπως η παιδεία δημιουργεί σκλάβους
για τις πολυεθνικές, η καταστολή τρομοκρατημένους πολίτες και τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, αποχαυνωμένες μάζες. Και δεν είναι αυτές οι μάζες που χρειαζόμαστε
για να δώσουμε τη μάχη για την ανατροπή. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα
συνειδητοποιημένο πλήθος, ένα πλήθος που έχει αποφασίσει ότι ο μόνος τρόπος να
επιβιώσει είναι να σταθεί στα δικά του πόδια, κι όχι στα ψεύτικα πόδια των επιδοτήσεων,
των επιχορηγήσεων, της ελεημοσύνης και των…δανείων!
Δεν έχω φυσικά καμία αντίρρηση για τον εθελοντισμό όταν
γίνεται ακτιβιστικός. Θα μου άρεσε να σώζω φάλαινες στον ωκεανό, αν και προτιμώ
να σώζω συμπολίτες μου από τη βλακεία.
Και υποστηρίζω ότι η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να
αποσκοπεί σε πολιτικά αποτελέσματα.
Οταν δίνουμε ένα πιάτο φαϊ σε κάποιον που το μνημόνιο του
στέρησε δουλειά και οικογενειακή γαλήνη, όταν ανεβάζουμε το ρεύμα σε κάποιον
που δεν είχε να πληρώσει και του το έκοψαν, όταν συμπαραστεκόμαστε σε κάποιον
που του παίρνει η τράπεζα το σπίτι, πρέπει να ξέρει γιατί το κάνουμε, πρέπει να
γνωρίζει ποιός φταίει για την κατάστασή του, από ποιόν πρέπει να ζητήσει τα
ρέστα και πρέπει να ξέρει, πως μόνο με τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς
αγώνες μπορεί να ξαναπάρει τη ζωή του πίσω.
Αλλά πρώτιστα για αυτούς που συμμετέχουν στις δομές της, η
κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να πάψει να αποτελεί μια εσωστρεφή διαδικασία, μια
διαδικασία προσωπικής δικαίωσης και εκτόνωσης.
H κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να προσφέρεται με όρους λαϊκής
επιστράτευσης (απέναντι στην επιστράτευση των απεργών).
Τα δικαιώματα πρέπει να αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις.
Κάθε ωφελημένος των δομών κοινωνικής αλληλεγγύης πρέπει να
μετατρέπεται σε μαχητή της δικής μας “ιντιφάντα”.
Και για κάθε άνεργο, κάθε καταθλιμμένο πολίτη πρέπει να
προσφέρεται ένας μόνο ξεκάθαρος δρόμος επιβίωσης και ανάταξης: της συμμετοχής
του στον κοινό αγώνα ενάντια στο μνημόνιο.